ἀποίκιλτος

ἀποίκιλτος
ἀ-ποίκιλτος, nicht bunt gemacht

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἀποίκιλτος — not elaborated masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αποίκιλτος — η, ο (Α ἀποίκιλτος, ον) αστόλιστος, αδιακόσμητος …   Dictionary of Greek

  • ἀποικίλτως — ἀποίκιλτος not elaborated adverbial ἀποίκιλτος not elaborated masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποίκιλτον — ἀποίκιλτος not elaborated masc/fem acc sg ἀποίκιλτος not elaborated neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποικίλτῳ — ἀποίκιλτος not elaborated masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αδαίδαλτος — ἀδαίδαλτος, ον (Α) [δαιδάλλω] ο χωρίς τέχνη κατασκευασμένος, αποίκιλτος, απέριττος, απλός …   Dictionary of Greek

  • ԱՆԶԱՆԱԶԱՆ — (ի, ից.) NBH 1 0142 Chronological Sequence: Early classical, 6c ա. ἁποικίλτος invariatus Որ ոչ պէսպիսանայ. անայլայլակ. *Միով անզանազան եւ միաւորիչ միութեամբ աստուածպետականին վայելմամբ (այս ինքն վայելման): Անյեղյեղուկ անզանազան. Փիլ.: Մանաւանդ՝… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • αξόμπλιαστος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν έχει ξόμπλια, κεντίδια, ακέντητος, αποίκιλτος: Το φόρεμα ήταν καλοραμμένο, αλλά αξόμπλιαστο. 2. ακουτσομπόλευτος, ακακολόγητος: Όταν βρίσκονταν οι δυο τους δεν άφηναν άνθρωπο αξόμπλιαστο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”